μεσάντρα

μεσάντρα
και μισάντρα και μουσάντρα, η
1. μεγάλο εντοιχισμένο ερμάρι που χρησιμεύει για τη φύλαξη κλινοσκεπασμάτων
2. μαντρότοιχος ο οποίος χωρίζει δύο αυλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *μεσάνδηρα (< μέσον + ἄνδηρον «ύψωμα, πρόχωμα»). Κατ' άλλους, από τουρκ. musandra].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεσάντρα — η μεγάλη εντοιχισμένη ντουλάπα, όπου τοποθετούνται τα σκεπάσματα του κρεβατιού (κουβέρτες, σεντόνια κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουσάντρα — η βλ. μεσάντρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”